κτηματαγορά

κτηματαγορά
η
1. τόπος όπου διενεργούνται αγοραπωλησίες κτημάτων
2. το σύνολο τών τιμών και τών συνθηκών που ισχύουν κατά την αγορά και πώληση τών κάθε είδους κτημάτων, αστικών ή αγροτικών, σε ορισμένη χρονική περίοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + αγορά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κτηματαγορά — η γραφείο ή τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες χτημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”